μπέλις

μπέλις
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών συνθέτων, γνωστό ως λευκή μαργαρίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bellis < λατ. bellis, -idis («άσπρη μαργαρίτα»), πιθ. < επίθ. bellus «ὡραῖος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Στάρλινγκ, Έρνεστ Χένρυ — (Starling). Αγγλος φυσιολόγος (1866 1927). Σπούδασε στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου του Λονδίνου. Από το 1899 ως το 1923 διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Οι επιστημονικές του εργασίες αφορούν την κυκλοφορία του αίματος, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”